- προκατάρχης
- -ου, ό, Α [προκατάρχω]ιδρυτής, θεμελιωτής έργου ή δραστηριότητας («προκατάρχης τελετῆς», Πρόκλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατάρχη — προκατάρχης founder masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάρχου — προκατάρχης founder masc gen sg προκατά̱ρχου , προκατάρχομαι imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) προκατάρχομαι pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προκατάρχομαι imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάρχω — προκατάρχης founder masc gen sg (attic epic ionic) προκατάρχομαι pres subj act 1st sg προκατάρχομαι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάρχῃ — προκατάρχης founder masc dat sg (attic epic ionic) προκατάρχομαι pres subj mp 2nd sg προκατάρχομαι pres ind mp 2nd sg προκατάρχομαι pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)